ἐκαρύκευον

ἐκαρύκευον
καρυκεύω
dress with rich sauce
imperf ind act 3rd pl
καρυκεύω
dress with rich sauce
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρυκεύω — (Α καρυκεύω) [καρύκη] 1. προσθέτω στο φαγητό καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῑα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) 2. φρ. «καρυκεύω τον λόγο(ν)» κάνω τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις αρχ. ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • μαγειρεύω — και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) [μάγειρος] παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”